΄ Ύπνος βαθύς. Άνοιξα λίγο τα μάτια. Κοιμόσουν πλάι μου ήρεμος και γαλήνιος. Θα 'πρεπε να πέρασαν δύο τρεις ακόμη ώρες ύπνου σαν άνοιξα πάλι τα βλέφαρα και αντίκρισα τα γαλάζια σου μάτια να με χαζεύουν. Σου χαμογέλασα. Κοιταζόμασταν σιωπηλοί και τα μάτια μιλούσαν μόνα τους. Άκουγα λέξεις που δεν είχαμε ποτέ προφέρει, δυνατά αισθήματα μέσα σε πυρωμένα βλέμματα. Δάκρυα σβήναν τη φωτιά, καθώς στο μυαλό ηχούσαν οι αρχαίοι στίχοι: "Ἄν το ἥμισυ ἑαυτῶν ζητῶσιν οὕτοι ἐρῶσιν".
Άπλωσα το χέρι να σ' αγγίξω, μα χάθηκες, εξαφανίστηκες μεμιάς. Τότε ξύπνησα, σηκώθηκα απότομα και σ' έψαχνα δίπλα μου. Το κρεβάτι άδειο, το μυαλό γεμάτο όνειρα. Η μνήμη ό,τι ποτίστηκε, αναπόφευκτα ξεβράζει σαν ταραγμένη θάλασσα.
Κι εγώ ως ναυαγός, μονάχα επιπλέω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου