Όταν θέλεις να φύγεις, να ταξιδέψεις, δεν κρατιέσαι, δεν κλειδώνεσαι όσο κι αν σου κρύβουν τα κλειδιά, όσο κι αν σε περιορίζουν, βρίσκεις το παλιό μακρυμούρικο λεωφορείο που έχει φάει τα παπούτσια του στη διαδρομή Τρίπολη-Άργος, ξεχασμένο σε ένα οικόπεδο να σαπίζει, χτενίζεσαι, στολίζεσαι στους σπασμένους καθρέφτες του, παίρνεις στα χέρια σου το σκουριασμένο τιμόνι, πετάς στην τσάντα ένα ζευγάρι φτερά μαζί με ένα πορτοκάλι και ανοίγεσαι στους μεγάλους δρόμους.
Όσο και αν φωνάζουν τρέχοντας πίσω σου, δεν πρόκειται να γυρίσεις να τους ακούσεις, δεν θα σταματήσεις, έχεις ξεκινήσει χρόνια τώρα, φεύγεις, έφυγες. Πέταξε το πουλάκι, είναι αργά πια.
Το ξέρεις, το έμαθες, πέρασμα είναι, δεν γονατίζεις, δεν την πιστεύεις τη ζωή αυτή, εσύ θέλεις να ζήσεις, να ταξιδέψεις, να ξοδέψεις, δεν αγαπάς τους ρακοσυλλέκτες που τους βρίσκουν νεκρούς πάνω σε ένα παραγεμισμένο στρώμα με χιλιάδες χαρτονομίσματα, δεν χτίζεις εκκλησίες, γιατί ο Θεός ο δικός σου είναι παντού, δεν ανάβεις κερί, καίγεσαι σαν το κερί, φωτίζεις, δεν φωτίζεσαι, δεν προσεύχεσαι κάπου, δεν κρατάς, δεν δεσμεύεις θέση διπλή δίπλα σου. Έχεις δρόμο, έχεις διαδρομή. Φεύγεις.
Και όταν ξεχνιέσαι και αφήνεις ανοιχτά –γιατί άνθρωπος είσαι και το κάνεις– έρχονται, βρίσκουν την ευκαιρία τα πουλιά τα μαύρα, τα λευκά, οι ενοχές, οι τύψεις, οι αδυναμίες, οι παραλείψεις, οι συμπάθειες, τα αισθήματα, οι φιλοδοξίες, τα λάθη, τα πάθη, οι αγάπες και σε βάζουν στη μέση, σε σημαδεύουν με το σίδερο, σε στήνουν στα πέντε βήματα. Και εκεί, λίγο πριν κλείσεις τα μάτια και χαθείς οριστικά, έρχεται, φτάνει, ξυπνάει το σώμα, το κορμί, παίρνει στα χέρια του την τύχη του, σε περνάει απέναντι και σου δείχνει επιτέλους το μέρος όπου ανήκεις πάνω σ’ αυτή τη γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου