«Ποιος ήταν άραγε;» αναλογιζόταν. Το βλέμμα της προσηλωμένο στα κύματα της θάλασσας που απλώνονταν εμπρός της, στο νερό το οποίο ολοένα και άλλαζε μορφές μες τη ριπή του ανέμου. Ήταν Δεκαπενταύγουστος στο νησί και εκείνη μόνη κάθονταν στην αμμουδιά, αφημένη στην κάψα του μεσημεριανού ηλίου και στη δύναμη του αέρα. Επίμονα την ταλάνιζε εκείνο το ερώτημα: «Ποιος ήταν εκείνος ο άνδρας τελικά;».
Στο μυαλό της έπαιζαν εικόνες του παρελθόντος. Η φιγούρα του ξεπηδούσε από τα άδυτα της μνήμης ξανά και ξανά. Σαν ταινία πρόβαλλαν σκηνές της μεταξύ τους ζωής στα βλέφαρά της. Το νερό της θάλασσας σαν λευκό πανί κινηματογράφου πρόβαλλε όλες τις θύμησες. Με γοργούς ρυθμούς έρχονταν και έφευγαν οι εικόνες στην προσπάθειά της να απαντήσει στο ερώτημα. Ξαφνικά, έκλεισαν τα μάτια της. Δάκρυα. «Τέλος.» άκουσε τη φωνή του. Τη φωνή εκείνου του άγνωστου άνδρα. «Όλα φτάνουν στο τέλος τους. Και εγώ δεν είμαι πια ερωτευμένος..» Λίγες λέξεις πρόφερε και έγινε ένας ξένος, πεντάξενος… Δεν γνώριζε ποιος έλεγε τα σκληρά εκείνα λόγια.
Η μορφή του κυματιζόταν στο νερό. Τον έβλεπε εμπρός της να καθρεφτίζεται στο παλλόμενο νερό και να αλλάζει μορφή ασταμάτητα. Τότε, χτύπησε με τη γροθιά της το νερό και χάθηκε η μορφή του άνδρα. Στάθηκε σαστισμένη πάνω από το νερό, αποσβολωμένη από την εξαφάνισή της. Καθώς παρατηρούσε αγωνιωδώς το αφρισμένο νερό, σταδιακά άρχισε να καθρεφτίζεται στο μπλε της θάλασσας η εικόνα της. Εμφανίστηκαν τα ξανθά μαλλιά της, το μαυρισμένο δέρμα, τα πράσινα υγρά της μάτια και στο στήθος της, στη θέση της καρδιάς της, το είδε καθαρά…
Στην
αρχή τρόμαξε με ό, τι αντίκρισε. Έκλεισε και ξανά άνοιξε τα μάτια, σε μια
δοκιμή της να διαπιστώσει αν ήταν πραγματικό το εικονιζόμενο θέαμα. Πρόσεξε
πάλι το στήθος της. Ήταν ακόμα εκεί! Το όνομα του άνδρα, γραμμένο με κόκκινα
γράμματα. Προσπάθησε να το σβήσει με τα δάχτυλά της. Δεν μπορούσε να σβήσει το
όνομά του. Ήταν πλέον σίγουρη για εκείνο. Για το ανεξίτηλο της ύπαρξής του
αποτύπωμα. Στην καρδιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου