Μάτια καστανά. Ματιά ζεστή. Σπίθες πετούσαν τα βλέφαρά του σαν τον κοίταζες. "Πάμε μια βολτιανή;" με ρώτησε. Δεν είχα καταλάβει. Ύστερα ήρθε με τη μηχανή και με περίμενε. Θα πηγαίναμε μια βόλτα.
-"Θα τρέξω λίγο παραπάνω. Δεν φοβάσαι;" είπε.
Mε ένα αρνητικό γνέψιμο προσποιήθηκα απουσία φόβου, ενώ έσφιγγα την κοιλιά του με τις παλάμες μου.
-Έτοιμη;
Η λεωφόρος το βράδυ ήταν άδεια. Ιδανική για υψηλές ταχύτητες. Τα κίτρινα φώτα στη Μεσογείων οριοθετούσαν την άσφαλτο. Μέσα σε λίγα λεπτά η μηχανή είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα. Με τα μάτια κλειστά ο αέρας χτυπούσε ευχάριστα το πρόσωπό μου. O φόβος των γρήγορων ταχυτήτων ήταν παρελθόν. Ξέχασα το παρόν. Σαν να βγήκα έξω από το σώμα και να παραδόθηκα σε μια επίγεια απογείωση της ασφάλτου. Oι σκέψεις δεν έτρεχαν στο μυαλό, παρά μόνο ένιωθα τη στιγμή εκείνη με τις αισθήσεις δυνατές . Ο χρόνος είχε κιόλας σταματήσει. Και εγώ δεν ένιωθα η ίδια. Κάτι είχε αλλάξει εκείνα τα λίγα λεπτά.
Κατεβαίνοντας απ' τη μηχανή, δεν μιλάγαμε. Τον παρατήρησα προσεκτικά. Τα μάτια του τώρα αγριεμένα, λες κι ήταν άγριο θηρίο που πάλευε με το θήραμά του για να το κατακτήσει. Έτσι ήταν. Ο άνθρωπος αυτός πάλευε με ό,τι κρατούσε δέσμια την ελευθερία του. Έσκιζε τον δρόμο πάνω σε δύο ρόδες απελευθερωμένος από κάθε φόβο, κάθε ενδοιασμό. Σε ένα δίκυκλο αναμετριόταν εκείνος με τον εαυτό του ξεπερνώντας τον. Κάθε του βόλτα και μια ανάσα ελευθερίας. Κάθε του ανάσα, για μια στιγμή ελευθερίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου