Βράδυ του Αυγούστου ήταν, όταν σε πρωτογνώρισα. Ψηλός ,με μαύρα μαλλιά και μάτια και στο στόμα χαραγμένο ένα πλατύ χαμόγελο.
Τα μάτια σου είχαν μια λάμψη μαγική. Έλαμπαν σαν φεγγάρι στον μαύρο ουρανό. Μα πιο πολύ ήταν καθάρια, λες και μπορούσα να δω μέσα στην ψυχή σου.Βλέμμα αθώο , γλυκό, σαν παιδιού. Και το μειδίαμα στο πρόσωπο έκρυβε έναν σιωπηλό ενθουσιασμό.
Ανταλλάξαμε λίγες λέξεις μέσα σε λίγα λεπτά. Με πλησίασες. Σαν να ήθελες να διαβάσεις ένα κλειστό βιβλίο. Πάντα κλειδωμένο βιβλίο ήμουν.Όμως το άνοιξες. Ένιωσα οτι σε ήξερα καιρό, όχι ένα βράδυ μόνο.
Κάποια περίεργη επίδραση άσκησες στην ψυχή. Βούρκωσε. Η συγκίνηση κύλησε στα μάτια και έβρεξε το στόμα. Αν με ρωτήσεις γιατί , δεν μπορώ να απαντήσω. Κάτι μύχιο κατάφερες να αγγίξεις.
Εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ ήταν και το τελευταίο μας. Δεν σε ξαναείδα και μάλλον δεν θα σε ξαναδώ. Με μια πίκρα στα μάτια σε αποχαιρέτησα. Τα χέρια σταυρωμένα, αμήχανα, καθώς σε κοίταζα να μπαίνεις στο τελευταίο βαγόνι του ηλεκτρικού. ''Καλό βράδυ'' είπα και γύρισα την πλάτη. Αυτό ήταν, είχες πια χαθεί τόσο εύκολα, όπως ακριβώς σε είχα γνωρίσει.
Ήταν ξημέρωμα πια. Περπατούσα στον άδειο δρόμο για το σπίτι. Και ένα χαμόγελο έσκιζε τα χείλη. ''Αρκεί που σε γνώρισα'' μονολογούσα, ''Αρκεί που μπορώ ακόμα να αισθάνομαι...''
Τα μάτια σου είχαν μια λάμψη μαγική. Έλαμπαν σαν φεγγάρι στον μαύρο ουρανό. Μα πιο πολύ ήταν καθάρια, λες και μπορούσα να δω μέσα στην ψυχή σου.Βλέμμα αθώο , γλυκό, σαν παιδιού. Και το μειδίαμα στο πρόσωπο έκρυβε έναν σιωπηλό ενθουσιασμό.
Ανταλλάξαμε λίγες λέξεις μέσα σε λίγα λεπτά. Με πλησίασες. Σαν να ήθελες να διαβάσεις ένα κλειστό βιβλίο. Πάντα κλειδωμένο βιβλίο ήμουν.Όμως το άνοιξες. Ένιωσα οτι σε ήξερα καιρό, όχι ένα βράδυ μόνο.
Κάποια περίεργη επίδραση άσκησες στην ψυχή. Βούρκωσε. Η συγκίνηση κύλησε στα μάτια και έβρεξε το στόμα. Αν με ρωτήσεις γιατί , δεν μπορώ να απαντήσω. Κάτι μύχιο κατάφερες να αγγίξεις.
Εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ ήταν και το τελευταίο μας. Δεν σε ξαναείδα και μάλλον δεν θα σε ξαναδώ. Με μια πίκρα στα μάτια σε αποχαιρέτησα. Τα χέρια σταυρωμένα, αμήχανα, καθώς σε κοίταζα να μπαίνεις στο τελευταίο βαγόνι του ηλεκτρικού. ''Καλό βράδυ'' είπα και γύρισα την πλάτη. Αυτό ήταν, είχες πια χαθεί τόσο εύκολα, όπως ακριβώς σε είχα γνωρίσει.
Ήταν ξημέρωμα πια. Περπατούσα στον άδειο δρόμο για το σπίτι. Και ένα χαμόγελο έσκιζε τα χείλη. ''Αρκεί που σε γνώρισα'' μονολογούσα, ''Αρκεί που μπορώ ακόμα να αισθάνομαι...''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου