Στα λόγια σου στερεύει πια η αγάπη,
κι εγώ διψώ για λέξεις...
Λέξεις όχι αδειανές,
τις προτάσεις σου μόνο να γεμίζουν,
Λέξεις εκ της καρδιάς ορμώμενες
ικανές στην ψυχή μου να ηχήσουν.
Στα λόγια σου στερεύει πια η αγάπη,
κι εγώ διψώ για λέξεις...
Λέξεις όχι αδειανές,
τις προτάσεις σου μόνο να γεμίζουν,
Λέξεις εκ της καρδιάς ορμώμενες
ικανές στην ψυχή μου να ηχήσουν.
Ήταν μόνη της. Με κοίταξε με ένα βλέμμα απελπισίας και ένα μειδίαμα ευγένειας ζητώντας τη βοήθειά μου. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να της αρνηθώ. "Δεν έχω χρήματα". Μα στα χέρια μου κρατούσα πενήντα λεπτά. Λίγα χρήματα. Για εκείνη ίσως ήταν αρκετά. Έστρεψα το βλέμμα πίσω στο δρόμο, ήταν ακόμα εκεί. Έστεκε μόνη. "Αυτά έχω, ελπίζω να σας βοηθήσουν". Το μειδίαμα δεν χάθηκε, μόλο που τα λόγια της έτρεμαν, καθώς τα πρόφερε. "Έχω μεγάλη ανάγκη." Κι εγώ είχα ανάγκη... Να αισθανθώ άνθρωπος.
Χρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν' αλλάξεις:
οργή κι επιμονή. Γνώση κ' αγανάκτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά
ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
την πραγματικότητα ν' αλλάξουμε.
Δεν έχω χρόνο του λέω
τα λεπτά της ζωής μας να σπρώχνουμε
αλλά με ένα φιλί τις ψυχές μας να ενώσουμε.
Χρόνου εκλιπόντος είναι ανώφελο
χαμένες στιγμές να ζούμε,
πενιχρά λόγια να ανταλλάσσουμε,
δίχως σκοπό
το εύκολο ν' αποζητούμε.
Το πρωινό της Κυριακής με βρήκε καθισμένη στο σαλόνι, με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι, να κοιτάζω έξω από το παράθυρο τα πεσμένα στο χώμα φύλλα των δένδρων. Η εικόνα αναμείχθηκε με σκέψεις. Συλλογιζόμουν πως στο παρελθόν η ανάγκη για περισυλλογή ήταν συχνή μου συνήθεια... Τώρα επιλέγω να αποφεύγω οτιδήποτε ανεπιθύμητο τρυπώσει στο μυαλό. Να μην θυμάμαι, να μην λυπάμαι, να μην ενθουσιάζομαι...Και η δικαιολογία; "Δεν έχω χρόνο για αυτά."
Και όταν ο χρόνος περισσεύει, αναπόφευκτα εμφανίζονται οι σκέψεις. Κάθομαι μόνη στη μέση του δωματίου και μετρώ μία μία τις στιγμές. Άλλοτε τα χέρια που άγγιξαν το σώμα, μα την ψυχή δεν το κατόρθωσαν. Τα χίλια δυο φιλιά που αντάλλαξα, δίχως αντίτιμο. Αυτό ήταν παροδικό, ξεθώριασε πια... Χίλιες δυο ματιές που αντάμωσαν μονάχα στιγμιαία. Ήταν εξ αρχής ξεγραμμένη η εκ νέου συνάντησή τους.
Αυτά αναλογίζομαι. Καθώς αναδύονται από το άδυτο της μνήμης, σαν αγκάθια ξεπροβάλλουν στην ψυχή και τότε αρχίζω να αισθάνομαι. Όταν έχω χρόνο... Όταν πλέον παρήλθαν τόσες μέρες, νύχτες.... Τότε πάλι αισθάνομαι. Τότε, είμαι ζωντανή;
Όταν θέλεις να φύγεις, να ταξιδέψεις, δεν κρατιέσαι, δεν κλειδώνεσαι όσο κι αν σου κρύβουν τα κλειδιά, όσο κι αν σε περιορίζουν, βρίσκεις το παλιό μακρυμούρικο λεωφορείο που έχει φάει τα παπούτσια του στη διαδρομή Τρίπολη-Άργος, ξεχασμένο σε ένα οικόπεδο να σαπίζει, χτενίζεσαι, στολίζεσαι στους σπασμένους καθρέφτες του, παίρνεις στα χέρια σου το σκουριασμένο τιμόνι, πετάς στην τσάντα ένα ζευγάρι φτερά μαζί με ένα πορτοκάλι και ανοίγεσαι στους μεγάλους δρόμους.
Όσο και αν φωνάζουν τρέχοντας πίσω σου, δεν πρόκειται να γυρίσεις να τους ακούσεις, δεν θα σταματήσεις, έχεις ξεκινήσει χρόνια τώρα, φεύγεις, έφυγες. Πέταξε το πουλάκι, είναι αργά πια.
Το ξέρεις, το έμαθες, πέρασμα είναι, δεν γονατίζεις, δεν την πιστεύεις τη ζωή αυτή, εσύ θέλεις να ζήσεις, να ταξιδέψεις, να ξοδέψεις, δεν αγαπάς τους ρακοσυλλέκτες που τους βρίσκουν νεκρούς πάνω σε ένα παραγεμισμένο στρώμα με χιλιάδες χαρτονομίσματα, δεν χτίζεις εκκλησίες, γιατί ο Θεός ο δικός σου είναι παντού, δεν ανάβεις κερί, καίγεσαι σαν το κερί, φωτίζεις, δεν φωτίζεσαι, δεν προσεύχεσαι κάπου, δεν κρατάς, δεν δεσμεύεις θέση διπλή δίπλα σου. Έχεις δρόμο, έχεις διαδρομή. Φεύγεις.
Και όταν ξεχνιέσαι και αφήνεις ανοιχτά –γιατί άνθρωπος είσαι και το κάνεις– έρχονται, βρίσκουν την ευκαιρία τα πουλιά τα μαύρα, τα λευκά, οι ενοχές, οι τύψεις, οι αδυναμίες, οι παραλείψεις, οι συμπάθειες, τα αισθήματα, οι φιλοδοξίες, τα λάθη, τα πάθη, οι αγάπες και σε βάζουν στη μέση, σε σημαδεύουν με το σίδερο, σε στήνουν στα πέντε βήματα. Και εκεί, λίγο πριν κλείσεις τα μάτια και χαθείς οριστικά, έρχεται, φτάνει, ξυπνάει το σώμα, το κορμί, παίρνει στα χέρια του την τύχη του, σε περνάει απέναντι και σου δείχνει επιτέλους το μέρος όπου ανήκεις πάνω σ’ αυτή τη γη.