Τα λόγια σου θα κρατήσω για να σε θυμάμαι:
Μου είχες πει να ζω, να μην αφήσω τη ζωή να φύγει.
Εσύ, νομίζω, την έζησες.
Τώρα είσαι πια ελεύθερος.
Τα λόγια σου θα κρατήσω για να σε θυμάμαι:
Μου είχες πει να ζω, να μην αφήσω τη ζωή να φύγει.
Εσύ, νομίζω, την έζησες.
Τώρα είσαι πια ελεύθερος.
Τα μάτια σου ένας ήλιος φωτεινός
που δύει…
Ξέχασες πια ποια είσαι και ποια είμαι,
ενώ φεύγεις για το ταξίδι το μακρινό.
«Μονάχοι ερχόμαστε στον κόσμο και μονάχοι φεύγουμε»,
μα αυτό που αφήνουμε πίσω έχει μονάχα αξία
κι η αγάπη σου τιμαλφή ανεκτίμητα.
Όταν στα μάτια σου ο ήλιος δύσει,
η θύμησή σου θα είναι πάντα ζωντανή,
με το κεφάλι σου χρυσά στεφανωμένο
να μου χαμογελάς...
Στα λόγια σου στερεύει πια η αγάπη,
κι εγώ διψώ για λέξεις...
Λέξεις όχι αδειανές,
τις προτάσεις σου μόνο να γεμίζουν,
Λέξεις εκ της καρδιάς ορμώμενες
ικανές στην ψυχή μου να ηχήσουν.
Ήταν μόνη της. Με κοίταξε με ένα βλέμμα απελπισίας και ένα μειδίαμα ευγένειας ζητώντας τη βοήθειά μου. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να της αρνηθώ. "Δεν έχω χρήματα". Μα στα χέρια μου κρατούσα πενήντα λεπτά. Λίγα χρήματα. Για εκείνη ίσως ήταν αρκετά. Έστρεψα το βλέμμα πίσω στο δρόμο, ήταν ακόμα εκεί. Έστεκε μόνη. "Αυτά έχω, ελπίζω να σας βοηθήσουν". Το μειδίαμα δεν χάθηκε, μόλο που τα λόγια της έτρεμαν, καθώς τα πρόφερε. "Έχω μεγάλη ανάγκη." Κι εγώ είχα ανάγκη... Να αισθανθώ άνθρωπος.
Χρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν' αλλάξεις:
οργή κι επιμονή. Γνώση κ' αγανάκτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά
ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
την πραγματικότητα ν' αλλάξουμε.
Δεν έχω χρόνο του λέω
τα λεπτά της ζωής μας να σπρώχνουμε
αλλά με ένα φιλί τις ψυχές μας να ενώσουμε.
Χρόνου εκλιπόντος είναι ανώφελο
χαμένες στιγμές να ζούμε,
πενιχρά λόγια να ανταλλάσσουμε,
δίχως σκοπό
το εύκολο ν' αποζητούμε.